βρύθακες

βρύθακες
βρύθακες,
A silken tunics, Hsch. [full] βρύκαι· αἱ ἱεραί (leg. βρύκαιναι· ἱεραί) ([place name] Dorian), Id. [full] βρῡκᾰνάομαι, = βρυχ-, Id. [full] βρυκεδανός· πολυφάγος, οἱ δὲ μακρός, Id. [full] βρυκετός, = βρυγμός, Id. [full] βρύκος· κῆρυξ (cf. βρύοχος) , οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος) , οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Id. [full] βρυκταία, a kind of plant, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”